πενταπλασίως

πενταπλασίως
D1-0-0-0-0=1 Gn 43,34
five times as much, five times over

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πενταπλασίως — πενταπλάσιος five fold adverbial πενταπλάσιος five fold masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταπλάσιος — α, ο / πενταπλάσιος, ία, ον και ιων. τ. πενταπλήσιος, ίη, ον, ΝΑ αυτός που είναι πέντε φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάτι άλλο που λαμβάνεται ως μονάδα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πενταπλάσιο ποσότητα πέντε φορές μεγαλύτερη από μια άλλη.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”